- κατάσπασμα
- κατάσπασμαvibrationsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάσπασμα — κατάσπασμα, τὸ (Α) [κατασπώ] 1. δόνηση, κραδασμός τής γλωττίδας τού αυλού 2. μέρος, τμήμα, απόσπασμα … Dictionary of Greek
κατασπάσματα — κατάσπασμα vibrations neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)